Translation meaning & definition of the word "populate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληθυσμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Populate
[Πληθυσμιακή]/pɑpjəlet/
verb
1. Inhabit or live in
- Be an inhabitant of
- "People lived in africa millions of years ago"
- "The people inhabited the islands that are now deserted"
- "This kind of fish dwells near the bottom of the ocean"
- "Deer are populating the woods"
- synonym:
- populate ,
- dwell ,
- live ,
- inhabit
1. Κατοικήστε ή ζήστε στο
- Είμαι κάτοικος του
- "Οι άνθρωποι ζούσαν στην αφρική πριν από εκατομμύρια χρόνια"
- "Οι άνθρωποι κατοικούσαν στα νησιά που είναι τώρα έρημα"
- "Αυτό το είδος ψαριών κατοικεί κοντά στον πυθμένα του ωκεανού"
- "Ο ελάφι πλημμυρίζει το δάσος"
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιάζω ,
- κατοικεί ,
- ζωντανόσ
2. Fill with inhabitants
- "Populate the forest with deer and wild boar for hunting"
- synonym:
- populate
2. Γεμίστε με τους κατοίκους
- "Πληθυσμός του δάσους με ελάφια και αγριογούρουνο για κυνήγι"
- συνώνυμο:
- πολλαπλασιάζω