Translation meaning & definition of the word "populace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολλαπλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Populace
[Λαϊκό]/pɑpjələs/
noun
1. People in general considered as a whole
- "He is a hero in the eyes of the public"
- synonym:
- populace ,
- public ,
- world
1. Οι άνθρωποι γενικά θεωρούνται ως σύνολο
- "Είναι ένας ήρωας στα μάτια του κοινού"
- συνώνυμο:
- πληθυσμός ,
- δημόσιος ,
- κόσμος