Translation meaning & definition of the word "pool" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πισίνα" στην ελληνική γλώσσα
Pool
[Πισίνα]noun
1. An excavation that is (usually) filled with water
- synonym:
- pool
1. Μια ανασκαφή που είναι ()<tag1> γεμάτη με νερό
- συνώνυμο:
- πισίνα
2. A small lake
- "The pond was too small for sailing"
- synonym:
- pond ,
- pool
2. Μια μικρή λίμνη
- "Η λίμνη ήταν πολύ μικρή για ιστιοπλοΐα"
- συνώνυμο:
- λίμνη ,
- πισίνα
3. An organization of people or resources that can be shared
- "A car pool"
- "A secretarial pool"
- "When he was first hired he was assigned to the pool"
- synonym:
- pool
3. Μια οργάνωση ανθρώπων ή πόρων που μπορούν να μοιραστούν
- "Πισίνα αυτοκινήτου"
- "Γραμματειακή πισίνα"
- "Όταν προσλήφθηκε για πρώτη φορά του ανατέθηκε στην πισίνα"
- συνώνυμο:
- πισίνα
4. An association of companies for some definite purpose
- synonym:
- consortium ,
- pool ,
- syndicate
4. Μια ένωση εταιρειών για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
- συνώνυμο:
- κοινοπραξία ,
- πισίνα ,
- συνδικάτο
5. Any communal combination of funds
- "Everyone contributed to the pool"
- synonym:
- pool
5. Οποιοσδήποτε κοινοτικός συνδυασμός κεφαλαίων
- "Όλοι συνεισέφεραν στην πισίνα"
- συνώνυμο:
- πισίνα
6. A small body of standing water (rainwater) or other liquid
- "There were puddles of muddy water in the road after the rain"
- "The body lay in a pool of blood"
- synonym:
- pool ,
- puddle
6. Ένα μικρό σώμα του στάσιμου νερού (είναι) ή άλλο υγρό
- "Υπήρχαν λακκούβες με λασπώδες νερό στο δρόμο μετά τη βροχή"
- "Το σώμα βρισκόταν σε μια λίμνη αίματος"
- συνώνυμο:
- πισίνα ,
- λακκούβα
7. The combined stakes of the betters
- synonym:
- pool ,
- kitty
7. Τα συνδυασμένα στοιχήματα των καλυμμάτων
- συνώνυμο:
- πισίνα ,
- γατούλα
8. Something resembling a pool of liquid
- "He stood in a pool of light"
- "His chair sat in a puddle of books and magazines"
- synonym:
- pool ,
- puddle
8. Κάτι που μοιάζει με μια λίμνη υγρού
- "Στάθηκε σε μια πισίνα φωτός"
- "Η καρέκλα του καθόταν σε μια λακκούβα από βιβλία και περιοδικά"
- συνώνυμο:
- πισίνα ,
- λακκούβα
9. Any of various games played on a pool table having 6 pockets
- synonym:
- pool ,
- pocket billiards
9. Οποιοδήποτε από τα διάφορα παιχνίδια που παίζονται σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου με 6 τσέπες
- συνώνυμο:
- πισίνα ,
- μπιλιάρδο τσέπης
verb
1. Combine into a common fund
- "We pooled resources"
- synonym:
- pool
1. Συνδυάστε σε ένα κοινό ταμείο
- "Συγκεντρώσαμε πόρους"
- συνώνυμο:
- πισίνα
2. Join or form a pool of people
- synonym:
- pool
2. Ενταχθούν ή να σχηματίσουν μια πισίνα ανθρώπων
- συνώνυμο:
- πισίνα