Translation meaning & definition of the word "ponder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοχασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ponder
[Σκεπτόμενοσ]/pɑndər/
verb
1. Reflect deeply on a subject
- "I mulled over the events of the afternoon"
- "Philosophers have speculated on the question of god for thousands of years"
- "The scientist must stop to observe and start to excogitate"
- synonym:
- chew over ,
- think over ,
- meditate ,
- ponder ,
- excogitate ,
- contemplate ,
- muse ,
- reflect ,
- mull ,
- mull over ,
- ruminate ,
- speculate
1. Αναλογιστείτε βαθιά σε ένα θέμα
- "Συγκλονίστηκα για τα γεγονότα του απογεύματος"
- "Οι φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα του θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια"
- "Ο επιστήμονας πρέπει να σταματήσει να παρατηρεί και να αρχίσει να αποσπά"
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- σκεφτείτε ,
- διαλογίζομαι ,
- αναλογιστήσ ,
- αποσπώ ,
- αναλογίζομαι ,
- μούσα ,
- αντανακλώ ,
- τραβώ ,
- τραβώ πάνω ,
- μηρυκαστικόσ ,
- εικασία
Examples of using
But few people ponder over the fact that copying English words, terms and phrases causes irreversible mental changes.
Αλλά λίγοι άνθρωποι σκέφτονται το γεγονός ότι η αντιγραφή αγγλικών λέξεων, όρων και φράσεων προκαλεί μη αναστρέψιμες ψυχικές αλλαγές.
Fathers and teachers, I ponder, "What is hell?" I maintain that it is the suffering of being unable to love.
Πατέρες και δάσκαλοι, συλλογίζομαι, "Τι είναι κόλαση?" Υποστηρίζω ότι είναι ο πόνος του να μην μπορείς να αγαπήσεις.