Translation meaning & definition of the word "pompous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πομπώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pompous
[Πομπώδησ]/pɑmpəs/
adjective
1. Puffed up with vanity
- "A grandiloquent and boastful manner"
- "Overblown oratory"
- "A pompous speech"
- "Pseudo-scientific gobbledygook and pontifical hooey"- newsweek
- synonym:
- grandiloquent ,
- overblown ,
- pompous ,
- pontifical ,
- portentous
1. Φουσκωμένος με ματαιοδοξία
- "Ένας μεγαλειώδης και καυχησιάρης τρόπος"
- "Υπερβολικά φυσαλίδα"
- "Πομπώδης ομιλία"
- "Ψευδο-επιστημονική και ποντιφική οπλή" - εβδομάδα ειδήσεων
- συνώνυμο:
- μεγαλειώδησ ,
- υπερβολική εκτόξευση ,
- πομπώδησ ,
- ποντιφικόσ ,
- πορνεία
2. Characterized by pomp and ceremony and stately display
- synonym:
- pompous ,
- ceremonious
2. Χαρακτηρίζεται από λαμπρότητα και τελετή και αρχοντική επίδειξη
- συνώνυμο:
- πομπώδησ ,
- τελετουργικόσ
Examples of using
What a pompous ass!
Τι πομπώδης κώλος!