Translation meaning & definition of the word "pompon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πομπόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pompon
[Πομπόν]/pɑmpɑn/
noun
1. Decoration consisting of a ball of tufted wool or silk
- Usually worn on a hat
- synonym:
- pompon ,
- pom-pom
1. Διακόσμηση που αποτελείται από μια μπάλα από φουντωτό μαλλί ή μετάξι
- Συνήθως φοριέται σε καπέλο
- συνώνυμο:
- πομπόν ,
- πομ-πομ
2. Dusky grey food fish found from louisiana and florida southward
- synonym:
- pompon ,
- black margate ,
- Anisotremus surinamensis
2. Γκρι ψάρια τροφίμων που βρέθηκαν από τη λουιζιάνα και τη φλόριντα προς τα νότια
- συνώνυμο:
- πομπόν ,
- μαύρο μαργαρίτα ,
- Ανισότρεμος σουριναμένση