Translation meaning & definition of the word "pommel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κομπέλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pommel
[Πομελ]/pɑməl/
noun
1. A handgrip that a gymnast uses when performing exercises on a pommel horse
- synonym:
- pommel
1. Μια λαβή που χρησιμοποιεί ένας γυμναστής κατά την εκτέλεση ασκήσεων σε ένα άλογο
- συνώνυμο:
- πομελέτα
2. Handgrip formed by the raised front part of a saddle
- synonym:
- pommel ,
- saddlebow
2. Χειρολαβή που σχηματίζεται από το υπερυψωμένο μπροστινό μέρος μιας σέλας
- συνώνυμο:
- πομελέτα ,
- παραλήρημα
3. An ornament in the shape of a ball on the hilt of a sword or dagger
- synonym:
- knob ,
- pommel
3. Ένα στολίδι σε σχήμα μπάλας στη λαβή ενός σπαθιού ή στιλέτου
- συνώνυμο:
- κουμπί ,
- πομελέτα
verb
1. Strike, usually with the fist
- "The pedestrians pummeled the demonstrators"
- synonym:
- pummel ,
- pommel ,
- biff
1. Απεργία, συνήθως με τη γροθιά
- "Οι πεζοί καπνίζουν τους διαδηλωτές"
- συνώνυμο:
- πούμελ ,
- πομελέτα ,
- παραπονιέμαι