Translation meaning & definition of the word "pomegranate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης " Ρόδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pomegranate
[Ρόδι]/pɑməgrænət/
noun
1. Shrub or small tree native to southwestern asia having large red many-seeded fruit
- synonym:
- pomegranate ,
- pomegranate tree ,
- Punica granatum
1. Θάμνος ή μικρό δέντρο που είναι εγγενές στη νοτιοδυτική ασία έχοντας μεγάλο κόκκινο πολλαπλών σπόρων φρούτο
- συνώνυμο:
- ρόδι ,
- Γρανάτο πούνικα
2. Large globular fruit having many seeds with juicy red pulp in a tough brownish-red rind
- synonym:
- pomegranate
2. Μεγάλα σφαιρωτά φρούτα που έχουν πολλούς σπόρους με ζουμερό κόκκινο πολτό σε σκληρή καφέ-κόκκινη φλούδα
- συνώνυμο:
- ρόδι
Examples of using
Mommy, I want you to buy me a pomegranate!
Μαμά, θέλω να μου αγοράσεις ένα ρόδι!