Translation meaning & definition of the word "polygon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολύγωνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polygon
[Πολύγωνο]/pɑlɪgɑn/
noun
1. A closed plane figure bounded by straight sides
- synonym:
- polygon ,
- polygonal shape
1. Ένα κλειστό αεροπλάνο που οριοθετείται από ευθείες πλευρές
- συνώνυμο:
- πολύγωνο ,
- πολυγωνικό σχήμα