Translation meaning & definition of the word "polygamous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολύγαμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polygamous
[Πολύγαμοσ]/pəlɪgəməs/
adjective
1. Having more than one mate at a time
- Used of relationships and individuals
- synonym:
- polygamous
1. Έχοντας περισσότερους από έναν σύντροφο κάθε φορά
- Χρησιμοποίηση σχέσεων και ατόμων
- συνώνυμο:
- πολύγαμοσ
2. Having several forms of gametoecia on the same plant
- synonym:
- heteroicous ,
- polyoicous ,
- polygamous
2. Έχοντας διάφορες μορφές γαμετόητας στο ίδιο φυτό
- συνώνυμο:
- ετεροφωνικόσ ,
- πολυωικό ,
- πολύγαμοσ