Translation meaning & definition of the word "polonaise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολωνοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polonaise
[Πολωνέζα]/pɑlənez/
noun
1. A woman's dress with a tight bodice and an overskirt drawn back to reveal a colorful underskirt
- synonym:
- polonaise
1. Γυναικείο φόρεμα με ένα σφιχτό μπούστο και μια φούστα που τραβιέται πίσω για να αποκαλύψει ένα πολύχρωμο κάτω φούστα
- συνώνυμο:
- πολωνέζα