Translation meaning & definition of the word "polluted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μολυσμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polluted
[Μολυσμένο]/pəlutɪd/
adjective
1. Rendered unwholesome by contaminants and pollution
- "Had to boil the contaminated water"
- "Polluted lakes and streams"
- synonym:
- contaminated ,
- polluted
1. Καταστεί ακατανόητο από μολυσματικούς παράγοντες και ρύπανση
- "Θα πρέπει να βράσει το μολυσμένο νερό"
- "Μολυσμένες λίμνες και ρέματα"
- συνώνυμο:
- μολυσμένος
Examples of using
Air is polluted in cities.
Ο αέρας είναι μολυσμένος στις πόλεις.
Research has shown how polluted the rivers are these days.
Η έρευνα έχει δείξει πόσο μολυσμένα είναι τα ποτάμια αυτές τις μέρες.
The atmosphere in a large city is polluted.
Η ατμόσφαιρα σε μια μεγάλη πόλη είναι μολυσμένη.