Translation meaning & definition of the word "polished" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυαλισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polished
[Γυαλισμένο]/pɑlɪʃt/
adjective
1. Perfected or made shiny and smooth
- "His polished prose"
- "In a freshly ironed dress and polished shoes"
- "Freshly polished silver"
- synonym:
- polished
1. Τελειοποιημένο ή κατασκευασμένο λαμπερό και λείο
- "Γυαλισμένη πεζογραφία"
- "Σε ένα φρεσκοσιδερωμένο φόρεμα και γυαλισμένα παπούτσια"
- "Φρεσκογυαλισμένο ασήμι"
- συνώνυμο:
- γυαλισμένος
2. Showing a high degree of refinement and the assurance that comes from wide social experience
- "His polished manner"
- "Maintained an urbane tone in his letters"
- synonym:
- polished ,
- refined ,
- svelte ,
- urbane
2. Δείχνοντας έναν υψηλό βαθμό φινέτσας και τη διαβεβαίωση που προέρχεται από την ευρεία κοινωνική εμπειρία
- "Ο γυαλισμένος τρόπος"
- "Διατήρησε έναν τόνο στα γράμματά του"
- συνώνυμο:
- γυαλισμένος ,
- εξευγενισμένη ,
- σβέλτο ,
- ουρμπάνε
3. (of grains especially rice) having the husk or outer layers removed
- "Polished rice"
- synonym:
- milled ,
- polished
3. (των κόκκων ειδικά του ρυζιού) με το φλοιό ή τα εξωτερικά στρώματα να αφαιρούνται
- "Γυαλισμένο ρύζι"
- συνώνυμο:
- αλέθονται ,
- γυαλισμένος
4. (of lumber or stone) to trim and smooth
- synonym:
- dressed ,
- polished
4. ( της ξυλείας ή πέτρα) για την περιποίηση και την ομαλή
- συνώνυμο:
- ντυμένος ,
- γυαλισμένος
Examples of using
The diamond in this ring is polished.
Το διαμάντι σε αυτό το δαχτυλίδι είναι γυαλισμένο.