Translation meaning & definition of the word "polio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόλιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polio
[Πόλιο]/poʊlioʊ/
noun
1. An acute viral disease marked by inflammation of nerve cells of the brain stem and spinal cord
- synonym:
- poliomyelitis ,
- polio ,
- infantile paralysis ,
- acute anterior poliomyelitis
1. Μια οξεία ιογενής ασθένεια που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των νευρικών κυττάρων του εγκεφαλικού στελέχους και του νωτιαίου μυελού
- συνώνυμο:
- πολιομυελίτιδα ,
- πόλιο ,
- παιδική παράλυση ,
- οξεία πρόσθια πολιομυελίτιδα