Translation meaning & definition of the word "polemic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολεμική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Polemic
[Πολεμική]/pəlɛmɪk/
noun
1. A writer who argues in opposition to others (especially in theology)
- synonym:
- polemicist ,
- polemist ,
- polemic
1. Ένας συγγραφέας που υποστηρίζει σε αντίθεση με τους άλλους (ειδικά στη θεολογία)
- συνώνυμο:
- πολεμική ,
- πολεμιστήσ
2. A controversy (especially over a belief or dogma)
- synonym:
- polemic
2. Μια διαμάχη (ειδικά για μια πεποίθηση ή δόγμα)
- συνώνυμο:
- πολεμική
adjective
1. Of or involving dispute or controversy
- synonym:
- polemic ,
- polemical
1. Από ή που περιλαμβάνουν διαφωνία ή διαμάχη
- συνώνυμο:
- πολεμική