Translation meaning & definition of the word "pol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pol
[Πολ]/pɔl/
noun
1. A person active in party politics
- synonym:
- politician ,
- politico ,
- pol ,
- political leader
1. Ένα άτομο που δραστηριοποιείται στην κομματική πολιτική
- συνώνυμο:
- πολιτικός ,
- πολιτικό ,
- πολ ,
- πολιτικός ηγέτης