Translation meaning & definition of the word "poking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πονοκέφαλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poking
[Πνιγμού]/poʊkɪŋ/
noun
1. A sharp hand gesture (resembling a blow)
- "He warned me with a jab with his finger"
- "He made a thrusting motion with his fist"
- synonym:
- jab ,
- jabbing ,
- poke ,
- poking ,
- thrust ,
- thrusting
1. Μια απότομη χειρονομία χειρός (συναρμολόγηση ενός χτυπήματος)
- "Με προειδοποίησε με ένα τσίμπημα με το δάχτυλό του"
- "Έβαλε μια αναστατωμένη κίνηση με τη γροθιά του"
- συνώνυμο:
- τζαμπ ,
- τραβώ ,
- πουκ ,
- παραπονιέμαι ,
- ώθηση