Translation meaning & definition of the word "poker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόκερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poker
[Πόκερ]/poʊkər/
noun
1. Fire iron consisting of a metal rod with a handle
- Used to stir a fire
- synonym:
- poker ,
- stove poker ,
- fire hook ,
- salamander
1. Σίδερο πυρκαγιάς που αποτελείται από μια ράβδο μετάλλων με μια λαβή
- Χρησιμοποιείται για να ανακατεύει μια φωτιά
- συνώνυμο:
- πόκερ ,
- πόκερ με φούρνο ,
- γάντζος πυρκαγιάς ,
- σαλαμάνδρα
2. Any of various card games in which players bet that they hold the highest-ranking hand
- synonym:
- poker ,
- poker game
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα παιχνίδια καρτών στα οποία οι παίκτες στοιχηματίζουν ότι κρατούν το υψηλότερο χέρι
- συνώνυμο:
- πόκερ ,
- παιχνίδι πόκερ
Examples of using
Not a candle to God, nor a poker to the Devil.
Ούτε κερί για τον Θεό, ούτε πόκερ για τον Διάβολο.
Tom and his friends are playing poker.
Ο Τομ και οι φίλοι του παίζουν πόκερ.
Tom wanted to play poker with us, but Mary wouldn't let him.
Ο Τομ ήθελε να παίξει πόκερ μαζί μας, αλλά η Μαίρη δεν τον άφηνε.