Translation meaning & definition of the word "poisoning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δηλητηρίαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poisoning
[Δηλητηρίαση]/pɔɪzənɪŋ/
noun
1. The physiological state produced by a poison or other toxic substance
- synonym:
- poisoning ,
- toxic condition ,
- intoxication
1. Η φυσιολογική κατάσταση που παράγεται από δηλητήριο ή άλλη τοξική ουσία
- συνώνυμο:
- δηλητηρίαση ,
- τοξική κατάσταση
2. The act of giving poison to a person or animal with the intent to kill
- synonym:
- poisoning
2. Η πράξη της παροχής δηλητηρίου σε ένα άτομο ή ζώο με την πρόθεση να σκοτώσει
- συνώνυμο:
- δηλητηρίαση
Examples of using
Have you ever had food poisoning?
Έχετε πάθει ποτέ τροφική δηλητηρίαση?
They are alert to the dangers of food poisoning.
Είναι σε εγρήγορση για τους κινδύνους της τροφικής δηλητηρίασης.