Translation meaning & definition of the word "poised" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρονομιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poised
[Ποιητικόσ]/pɔɪzd/
adjective
1. Marked by balance or equilibrium and readiness for action
- "A gull in poised flight"
- "George's poised hammer"
- synonym:
- poised
1. Χαρακτηρίζεται από ισορροπία ή ετοιμότητα για δράση
- "Ένας γλάρος σε έτοιμη πτήση"
- "Το έτοιμο σφυρί του τζορτζ"
- συνώνυμο:
- έτοιμη
2. In full control of your faculties
- "The witness remained collected throughout the cross-examination"
- "Perfectly poised and sure of himself"
- "More self-contained and more dependable than many of the early frontiersmen"
- "Strong and self-possessed in the face of trouble"
- synonym:
- collected ,
- equanimous ,
- poised ,
- self-collected ,
- self-contained ,
- self-possessed
2. Στον πλήρη έλεγχο των ικανοτήτων σας
- "Ο μάρτυρας παρέμεινε συγκεντρωμένος καθ' όλη τη διάρκεια της διασταυρούμενης εξέτασης"
- "Απόλυτα έτοιμος και σίγουρος για τον εαυτό του"
- "Πιο αυτόνομη και πιο αξιόπιστη από πολλούς από τους πρώτους συνόρους"
- "Ισχυρή και αυτο-εμμονή μπροστά στο πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- συλλέγονται ,
- ανώμαλοσ ,
- έτοιμη ,
- αυτοσυλλεκτική ,
- αυτάρκησ ,
- αυτοεκτιμημένος