Translation meaning & definition of the word "poignant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κηρύττων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poignant
[Καταχθόνιος]/pɔɪnjənt/
adjective
1. Arousing affect
- "The homecoming of the released hostages was an affecting scene"
- "Poignant grief cannot endure forever"
- "His gratitude was simple and touching"
- synonym:
- affecting ,
- poignant ,
- touching
1. Επηρεάζει
- "Η επιστροφή των ομήρων που απελευθερώθηκαν ήταν μια σκηνή που επηρεάζει"
- "Η καταδικασμένη θλίψη δεν μπορεί να αντέξει για πάντα"
- "Η ευγνωμοσύνη του ήταν απλή και συγκινητική"
- συνώνυμο:
- επηρεάζω ,
- πονηρόσ ,
- αγγίζω
2. Keenly distressing to the mind or feelings
- "Poignant anxiety"
- synonym:
- poignant
2. Πολύ οδυνηρό για το μυαλό ή τα συναισθήματα
- "Καταλαβαίνω το άγχος"
- συνώνυμο:
- πονηρόσ