Translation meaning & definition of the word "poetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποιητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Poetic
[Ποιητικόσ]/poʊɛtɪk/
adjective
1. Of or relating to poetry
- "Poetic works"
- "A poetic romance"
- synonym:
- poetic ,
- poetical
1. Από ή σχετίζονται με την ποίηση
- "Ποιητικά έργα"
- "Ποιητικός ρομαντισμός"
- συνώνυμο:
- ποιητικόσ
2. Characterized by romantic imagery
- "Turner's vision of the rainbow...was poetic"
- synonym:
- poetic
2. Χαρακτηρίζεται από ρομαντικές εικόνες
- "Το όραμα του επιστροφέα για το ουράνιο τόξο.ήταν ποιητικό"
- συνώνυμο:
- ποιητικόσ
3. Of or relating to poets
- "Poetic insight"
- synonym:
- poetic
3. Από ή σχετίζονται με ποιητές
- "Ποιητική ενόραση"
- συνώνυμο:
- ποιητικόσ
4. Characteristic of or befitting poetry
- "Poetic diction"
- synonym:
- poetic ,
- poetical
4. Χαρακτηριστικό ή τοποθέτηση ποίησης
- "Ποιητική λεκτική"
- συνώνυμο:
- ποιητικόσ