Translation meaning & definition of the word "podium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάθρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Podium
[Βάθρο]/poʊdiəm/
noun
1. A platform raised above the surrounding level to give prominence to the person on it
- synonym:
- dais ,
- podium ,
- pulpit ,
- rostrum ,
- ambo ,
- stump ,
- soapbox
1. Μια πλατφόρμα που υψώνεται πάνω από το περιβάλλον επίπεδο για να δώσει εξέχουσα θέση στο άτομο σε αυτό
- συνώνυμο:
- ντέι ,
- βάθρο ,
- άμβωνασ ,
- ρόστρουμ ,
- αμπό ,
- κούτσουρο ,
- σαπουνοθήκη