Translation meaning & definition of the word "pocket" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσέπη" στην ελληνική γλώσσα
noun
1. A small pouch inside a garment for carrying small articles
- synonym:
1. Μια μικρή σακούλα μέσα σε ένα ρούχο για τη μεταφορά μικρών ειδών
- συνώνυμο:
- τσέπη
2. An enclosed space
- "The trapped miners found a pocket of air"
- synonym:
- pouch ,
- sac ,
- sack ,
2. Ένας κλειστός χώρος
- "Οι παγιδευμένοι ανθρακωρύχοι βρήκαν μια τσέπη αέρα"
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- σακκίδιο ,
- σακίδιο ,
- τσέπη
3. A supply of money
- "They dipped into the taxpayers' pockets"
- synonym:
3. Προμήθεια χρημάτων
- "Βυθίστηκαν στις τσέπες των φορολογουμένων"
- συνώνυμο:
- τσέπη
4. (bowling) the space between the headpin and the pins behind it on the right or left
- "The ball hit the pocket and gave him a perfect strike"
- synonym:
4. ( το διάστημα μεταξύ της κεφαλής και των καρφιτσών πίσω από αυτό στα δεξιά ή αριστερά
- "Η μπάλα χτύπησε την τσέπη και του έδωσε μια τέλεια απεργία"
- συνώνυμο:
- τσέπη
5. A hollow concave shape made by removing something
- synonym:
- scoop ,
5. Ένα κοίλο κοίλο σχήμα φτιαγμένο αφαιρώντας κάτι
- συνώνυμο:
- παπαγάλος ,
- τσέπη
6. A local region of low pressure or descending air that causes a plane to lose height suddenly
- synonym:
- air pocket ,
- air hole
6. Μια τοπική περιοχή χαμηλής πίεσης ή κατερχόμενου αέρα που προκαλεί ένα αεροπλάνο να χάσει ύψος ξαφνικά
- συνώνυμο:
- τσέπη αέρα ,
- τσέπη ,
- τρύπα αέρα
7. A small isolated group of people
- "They were concentrated in pockets inside the city"
- "The battle was won except for cleaning up pockets of resistance"
- synonym:
7. Μια μικρή απομονωμένη ομάδα ανθρώπων
- "Συγκεντρώθηκαν σε τσέπες μέσα στην πόλη"
- "Η μάχη κερδήθηκε εκτός από το καθάρισμα των θυλάκων αντίστασης"
- συνώνυμο:
- τσέπη
8. (anatomy) saclike structure in any of various animals (as a marsupial or gopher or pelican)
- synonym:
- pouch ,
8. (ανατομί) ιερή δομή σε οποιοδήποτε από τα διάφορα ζώα (α είναι μαρσιποφόρο ή γοφερικό ή πελικα)
- συνώνυμο:
- θήκη ,
- τσέπη
9. An opening at the corner or on the side of a billiard table into which billiard balls are struck
- synonym:
9. Ένα άνοιγμα στη γωνία ή στην πλευρά ενός τραπεζιού μπιλιάρδου στο οποίο χτυπούν μπάλες μπιλιάρδου
- συνώνυμο:
- τσέπη
verb
1. Put in one's pocket
- "He pocketed the change"
- synonym:
1. Βάλτε στην τσέπη κάποιου
- "Καταφέραμε να πετύχουμε την αλλαγή"
- συνώνυμο:
- τσέπη
2. Take unlawfully
- synonym:
- bag
2. Παράνομα
- συνώνυμο:
- τσέπη ,
- τσάντα