Translation meaning & definition of the word "po" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Po
[Πο]/poʊ/
noun
1. A radioactive metallic element that is similar to tellurium and bismuth
- Occurs in uranium ores but can be produced by bombarding bismuth with neutrons in a nuclear reactor
- synonym:
- polonium ,
- Po ,
- atomic number 84
1. Ένα ραδιενεργό μεταλλικό στοιχείο που είναι παρόμοιο με το τελλούριο και το βισμούθιο
- Εμφανίζεται σε μεταλλεύματα ουρανίου, αλλά μπορεί να παραχθεί με βομβαρδισμό βισμούθιου με νετρόνια σε πυρηνικό αντιδραστήρα
- συνώνυμο:
- πολώνιο ,
- Πο ,
- ατομικός αριθμός 84
2. A noncommissioned officer in the navy or coast guard with a rank comparable to sergeant in the army
- synonym:
- petty officer ,
- PO ,
- P.O.
2. Ένας μη επιτροπής αξιωματικός στο ναυτικό ή την ακτοφυλακή με βαθμό συγκρίσιμο με τον λοχία στο στρατό
- συνώνυμο:
- αξιωματικός ,
- ΠΟ ,
- Π.Ο.
3. A european river
- Flows into the adriatic sea
- synonym:
- Po ,
- Po River
3. Ευρωπαϊκό ποτάμι
- Εκβάλλει στην αδριατική θάλασσα
- συνώνυμο:
- Πο ,
- Πο Ποταμός
4. An independent agency of the federal government responsible for mail delivery (and sometimes telecommunications) between individuals and businesses in the united states
- synonym:
- United States Post Office ,
- US Post Office ,
- Post Office ,
- PO
4. Ένας ανεξάρτητος οργανισμός της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που είναι υπεύθυνος για την παράδοση ταχυδρομείου (και μερικές φορές τηλεπικοινωνιών
- συνώνυμο:
- Ταχυδρομείο των Ηνωμένων Πολιτειών ,
- Ταχυδρομείο των ΗΠΑ ,
- Ταχυδρομείο ,
- ΠΟ