Translation meaning & definition of the word "plywood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλατύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plywood
[Κόντρα πλακέ]/plaɪwʊd/
noun
1. A laminate made of thin layers of wood
- synonym:
- plywood ,
- plyboard
1. Ένα φύλλο από λεπτά στρώματα ξύλου
- συνώνυμο:
- κόντρα πλακέ ,
- πλευρικό πίνακα