Translation meaning & definition of the word "plutonium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλουτώνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plutonium
[Πλουτώνιο]/plutoʊniəm/
noun
1. A solid silvery grey radioactive transuranic element whose atoms can be split when bombarded with neutrons
- Found in minute quantities in uranium ores but is usually synthesized in nuclear reactors
- 13 isotopes are known with the most important being plutonium 239
- synonym:
- plutonium ,
- Pu ,
- atomic number 94
1. Ένα στερεό ασημί γκρι ραδιενεργό υπερουρανικό στοιχείο του οποίου τα άτομα μπορούν να χωριστούν όταν βομβαρδίζονται με νετρόνια
- Βρίσκεται σε μικρές ποσότητες σε μεταλλεύματα ουρανίου, αλλά συνήθως συντίθεται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες
- 13 ισότοπα είναι γνωστά με το σημαντικότερο να είναι το πλουτώνιο 239
- συνώνυμο:
- πλουτώνιο ,
- Που ,
- ατομικός αριθμός 94