Translation meaning & definition of the word "plutocrat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλουτοκράτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plutocrat
[Πλουτοκράτησ]/plutəkræt/
noun
1. Someone who exercises power by virtue of wealth
- synonym:
- plutocrat
1. Κάποιος που ασκεί την εξουσία λόγω του πλούτου
- συνώνυμο:
- πλουτοκράτησ