Translation meaning & definition of the word "plush" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plush
[Βελούδινα]/pləʃ/
noun
1. A fabric with a nap that is longer and softer than velvet
- synonym:
- plush
1. Ένα ύφασμα με έναν υπνάκο που είναι μακρύτερος και πιο μαλακός από το βελούδο
- συνώνυμο:
- βελούδινο
adjective
1. Characterized by extravagance and profusion
- "A lavish buffet"
- "A lucullan feast"
- synonym:
- lavish ,
- lucullan ,
- lush ,
- plush ,
- plushy
1. Χαρακτηρίζεται από υπερβολή και αφθονία
- "Πλούσιος μπουφές"
- "Μια γιορτή του λουκλάνου"
- συνώνυμο:
- πλουσιοπάροχοσ ,
- λουκουλάν ,
- πλούσιος ,
- βελούδινο ,
- βελούδινοσ
Examples of using
After the calves are weaned they are moved to the plush river-flats for fattening.
Αφού απογαλακτιστούν τα μοσχάρια μετακινούνται στις βελούδινες επιφάνειες του ποταμού για πάχυνση.