Translation meaning & definition of the word "plural" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληθυντικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plural
[Πλουραλιστικόσ]/plʊrəl/
noun
1. The form of a word that is used to denote more than one
- synonym:
- plural ,
- plural form
1. Η μορφή μιας λέξης που χρησιμοποιείται για να δηλώσει περισσότερες από μία
- συνώνυμο:
- πληθυντικός ,
- πληθυντική μορφή
adjective
1. Composed of more than one member, set, or kind
- synonym:
- plural
1. Αποτελείται από περισσότερα από ένα μέλη, σύνολο ή είδος
- συνώνυμο:
- πληθυντικός
2. Grammatical number category referring to two or more items or units
- synonym:
- plural
2. Γραμματική κατηγορία αριθμών που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα στοιχεία ή μονάδες
- συνώνυμο:
- πληθυντικός
Examples of using
"What is the plural of Nazi?" - "Assholes."
"Τι είναι ο πληθυντικός των ναζί; " "Όσολες."