Translation meaning & definition of the word "plugged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδεδεμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plugged
[Συνδεδεμένο]/pləgd/
adjective
1. (of a coin) altered by the insertion of a plug of base metal
- synonym:
- plugged
1. ( ενός νομίσματος) τροποποιημένο με την εισαγωγή ενός βύσματος βάσης μετάλλου
- συνώνυμο:
- συνδεδεμένο
2. Completely obstructed or closed off
- "The storm was responsible for many blocked roads and bridges"
- "The drain was plugged"
- synonym:
- blocked ,
- plugged
2. Εντελώς εμποδίζεται ή κλείνει
- "Η καταιγίδα ήταν υπεύθυνη για πολλούς μπλοκαρισμένους δρόμους και γέφυρες"
- "Η αποχέτευση ήταν συνδεδεμένη"
- συνώνυμο:
- μπλοκαρισμένος ,
- συνδεδεμένο
Examples of using
Tom plugged in his computer.
Ο Τομ συνδέθηκε στον υπολογιστή του.
He plugged in the radio.
Συνδέθηκε στο ραδιόφωνο.