Translation meaning & definition of the word "pluck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδεθεί" στην ελληνική γλώσσα
Pluck
[Μαστιγώ]noun
1. The trait of showing courage and determination in spite of possible loss or injury
- synonym:
- gutsiness ,
- pluck ,
- pluckiness
1. Το χαρακτηριστικό της επίδειξης θάρρους και αποφασιστικότητας παρά την πιθανή απώλεια ή τραυματισμό
- συνώνυμο:
- ευθυμία ,
- τρίβω ,
- αποπνικτικότητα
2. The act of pulling and releasing a taut cord
- synonym:
- pluck
2. Η πράξη του τραβήγματος και της απελευθέρωσης ενός τεντωμένου σκοινιού
- συνώνυμο:
- τρίβω
verb
1. Pull or pull out sharply
- "Pluck the flowers off the bush"
- synonym:
- pluck ,
- tweak ,
- pull off ,
- pick off
1. Τραβήξτε ή τραβήξτε έξω απότομα
- "Βγάλτε τα λουλούδια από το θάμνο"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- τουίακ ,
- απομακρύνομαι ,
- επιλέγω
2. Sell something to or obtain something from by energetic and especially underhanded activity
- synonym:
- hustle ,
- pluck ,
- roll
2. Πουλήστε κάτι ή αποκτήστε κάτι από ενεργητική και ιδιαίτερα ανεξάρτητη δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- τρίβω ,
- ρολό
3. Rip off
- Ask an unreasonable price
- synonym:
- overcharge ,
- soak ,
- surcharge ,
- gazump ,
- fleece ,
- plume ,
- pluck ,
- rob ,
- hook
3. Αποτυγχάνω
- Ρωτήστε μια παράλογη τιμή
- συνώνυμο:
- υπερφόρτιση ,
- μουσκεύω ,
- επιπλέον χρέωση ,
- περιπέτεια ,
- φλις ,
- λοφίο ,
- τρίβω ,
- ληστής ,
- γάντζος
4. Pull lightly but sharply with a plucking motion
- "He plucked the strings of his mandolin"
- synonym:
- pluck ,
- plunk ,
- pick
4. Τραβήξτε ελαφρά αλλά απότομα με μια κίνηση
- "Έβγαλε τις χορδές του μαντολίνου του"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- παρασύρω ,
- επιλέγω
5. Strip of feathers
- "Pull a chicken"
- "Pluck the capon"
- synonym:
- pluck ,
- pull ,
- tear ,
- deplume ,
- deplumate ,
- displume
5. Λωρίδα φτερών
- "Τραβήξτε ένα κοτόπουλο"
- "Συνδέστε το καπόνι"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- τραβώ ,
- σχίζω ,
- αποβουτυρώνω ,
- απολυμαίνω ,
- εκτοπίζω
6. Look for and gather
- "Pick mushrooms"
- "Pick flowers"
- synonym:
- pick ,
- pluck ,
- cull
6. Ψάξτε και συγκεντρωθείτε
- "Επιλέξτε μανιτάρια"
- "Επιλέξτε λουλούδια"
- συνώνυμο:
- επιλέγω ,
- τρίβω ,
- περιστρέφω