Translation meaning & definition of the word "plowman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλόβμαν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plowman
[Πλόουμαν]/plaʊmən/
noun
1. A man who plows
- synonym:
- plowman ,
- ploughman ,
- plower
1. Ένας άνθρωπος που οργώνει
- συνώνυμο:
- πλόβνα ,
- παραληρώ ,
- πληθωρίζων