Translation meaning & definition of the word "plot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρώμα" στην ελληνική γλώσσα
Plot
[Οικόπεδο]noun
1. A secret scheme to do something (especially something underhand or illegal)
- "They concocted a plot to discredit the governor"
- "I saw through his little game from the start"
- synonym:
- plot ,
- secret plan ,
- game
1. Ένα μυστικό σχέδιο για να κάνετε κάτι (ειδικά κάτι υποχωρημένο ή παράνομο)
- "Παρουσίασαν μια συνωμοσία για να δυσφημίσουν τον κυβερνήτη"
- "Είδα το μικρό του παιχνίδι από την αρχή"
- συνώνυμο:
- οικόπεδο ,
- μυστικό σχέδιο ,
- παιχνίδι
2. A small area of ground covered by specific vegetation
- "A bean plot"
- "A cabbage patch"
- "A briar patch"
- synonym:
- plot ,
- plot of land ,
- plot of ground ,
- patch
2. Μια μικρή έκταση εδάφους που καλύπτεται από συγκεκριμένη βλάστηση
- "Μια πλοκή φασολιών"
- "Ένα έμπλαστρο λάχανου"
- "Ένα μπριάρ έμπλαστρο"
- συνώνυμο:
- οικόπεδο ,
- έμπλαστρο
3. The story that is told in a novel or play or movie etc.
- "The characters were well drawn but the plot was banal"
- synonym:
- plot
3. Η ιστορία που λέγεται σε ένα μυθιστόρημα ή παιχνίδι ή ταινία κ.λπ.
- "Οι χαρακτήρες ήταν καλά σχεδιασμένοι, αλλά η πλοκή ήταν κοινή"
- συνώνυμο:
- οικόπεδο
4. A chart or map showing the movements or progress of an object
- synonym:
- plot
4. Ένα γράφημα ή ένας χάρτης που δείχνει τις κινήσεις ή την πρόοδο ενός αντικειμένου
- συνώνυμο:
- οικόπεδο
verb
1. Plan secretly, usually something illegal
- "They plotted the overthrow of the government"
- synonym:
- plot
1. Προγραμματίστε κρυφά, συνήθως κάτι παράνομο
- "Σχεδίασαν την ανατροπή της κυβέρνησης"
- συνώνυμο:
- οικόπεδο
2. Make a schematic or technical drawing of that shows interactions among variables or how something is constructed
- synonym:
- diagram ,
- plot
2. Κάντε ένα σχηματικό ή τεχνικό σχέδιο που δείχνει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μεταβλητών ή πώς κάτι κατασκευάζεται
- συνώνυμο:
- διάγραμμα ,
- οικόπεδο
3. Make a plat of
- "Plat the town"
- synonym:
- plat ,
- plot
3. Φτιάχνω μια πλάκα
- "Πλατώνουμε την πόλη"
- συνώνυμο:
- πλάκα ,
- οικόπεδο
4. Devise the sequence of events in (a literary work or a play, movie, or ballet)
- "The writer is plotting a new novel"
- synonym:
- plot
4. Επινοήστε την ακολουθία των γεγονότων σε λογοτεχνικό έργο (α ή ένα παιχνίδι, ταινία, ή μπαλέτο)
- "Ο συγγραφέας σχεδιάζει ένα νέο μυθιστόρημα"
- συνώνυμο:
- οικόπεδο