Translation meaning & definition of the word "plodding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενδυμασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plodding
[Βυθίζοντασ]/plɑdɪŋ/
noun
1. Hard monotonous routine work
- synonym:
- drudgery ,
- plodding ,
- grind ,
- donkeywork
1. Σκληρή μονότονη εργασία ρουτίνας
- συνώνυμο:
- αποχειρουργική ,
- επένδυση ,
- αλείφω ,
- γαϊδουράκια
2. The act of walking with a slow heavy gait
- "I could recognize his plod anywhere"
- synonym:
- plodding ,
- plod
2. Η πράξη του περπατήματος με ένα αργό βαρύ βάδισμα
- "Θα μπορούσα να αναγνωρίσω το παπούτσι του οπουδήποτε"
- συνώνυμο:
- επένδυση ,
- παραλία
adjective
1. (of movement) slow and laborious
- "Leaden steps"
- synonym:
- leaden ,
- plodding
1. ( της κίνησης) αργή και επίπονη
- "Ανοιχτά βήματα"
- συνώνυμο:
- μολύβδησ ,
- επένδυση