Translation meaning & definition of the word "plight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plight
[Αναβλύζω]/plaɪt/
noun
1. A situation from which extrication is difficult especially an unpleasant or trying one
- "Finds himself in a most awkward predicament"
- "The woeful plight of homeless people"
- synonym:
- predicament ,
- quandary ,
- plight
1. Μια κατάσταση από την οποία η εξώθηση είναι δύσκολη, ειδικά μια δυσάρεστη ή δοκιμαστική
- "Βρίσκει τον εαυτό του σε μια πιο δύσκολη κατάσταση"
- "Η θλιβερή κατάσταση των αστέγων"
- συνώνυμο:
- καταδίκη ,
- πενταμελής ,
- αδυναμία
2. A solemn pledge of fidelity
- synonym:
- plight ,
- troth
2. Μια επίσημη υπόσχεση της πιστότητας
- συνώνυμο:
- αδυναμία ,
- τρουθ
verb
1. Give to in marriage
- synonym:
- betroth ,
- engage ,
- affiance ,
- plight
1. Παραδίδω στο γάμο
- συνώνυμο:
- βήτρο ,
- εμπλέκομαι ,
- ευθύνη ,
- αδυναμία
2. Promise solemnly and formally
- "I pledge that i will honor my wife"
- synonym:
- pledge ,
- plight
2. Υποσχεθείτε επίσημα και επίσημα
- "Δεσμεύομαι ότι θα τιμήσω τη γυναίκα μου"
- συνώνυμο:
- υπόσχεση ,
- αδυναμία
Examples of using
The documentary is meant to raise consciousness about the plight of the poor.
Το ντοκιμαντέρ έχει σκοπό να αυξήσει τη συνείδηση για τη δυστυχία των φτωχών.