Translation meaning & definition of the word "plier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πινακίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plier
[Παρακινδυνευμένοσ]/plaɪər/
noun
1. Someone who plies a trade
- synonym:
- plier ,
- plyer
1. Κάποιος που παίζει εμπόριο
- συνώνυμο:
- πένσα ,
- πλάιερ