Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pliable" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύπλαστο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pliable

[Πλεύσιμοσ]
/plaɪəbəl/

adjective

1. Susceptible to being led or directed

  • "Fictile masses of people ripe for propaganda"
    synonym:
  • fictile
  • ,
  • pliable

1. Ευαίσθητος στο να οδηγείται ή να κατευθύνεται

  • "Φανταστικές μάζες ανθρώπων ώριμων για προπαγάνδα"
    συνώνυμο:
  • φανταστικός
  • ,
  • εύπλαστοσ

2. Capable of being shaped or bent or drawn out

  • "Ductile copper"
  • "Malleable metals such as gold"
  • "They soaked the leather to made it pliable"
  • "Pliant molten glass"
  • "Made of highly tensile steel alloy"
    synonym:
  • ductile
  • ,
  • malleable
  • ,
  • pliable
  • ,
  • pliant
  • ,
  • tensile
  • ,
  • tractile

2. Ικανό να διαμορφωθεί ή να λυγίσει ή να τραβηχτεί έξω

  • "Αγωγικός χαλκός"
  • "Μεταλλεύσιμα μέταλλα όπως ο χρυσός"
  • "Εμποτίστηκαν το δέρμα για να το καταστήσουν εύκαμπτο"
  • "Λειαντικό λιωμένο γυαλί"
  • "Φτιαγμένος από το ιδιαίτερα εκτατό κράμα χάλυβα"
    συνώνυμο:
  • όλκιμος
  • ,
  • ελατός
  • ,
  • εύπλαστοσ
  • ,
  • πλατύ
  • ,
  • εκτατόσ
  • ,
  • ευέλικτοσ

3. Able to adjust readily to different conditions

  • "An adaptable person"
  • "A flexible personality"
  • "An elastic clause in a contract"
    synonym:
  • elastic
  • ,
  • flexible
  • ,
  • pliable
  • ,
  • pliant

3. Ικανός να προσαρμοστεί εύκολα στις διαφορετικές συνθήκες

  • "Προσαρμόσιμο άτομο"
  • "Ευέλικτη προσωπικότητα"
  • "Ελαστική ρήτρα σε μια σύμβαση"
    συνώνυμο:
  • ελαστικός
  • ,
  • ευέλικτος
  • ,
  • εύπλαστοσ
  • ,
  • πλατύ

4. Capable of being bent or flexed or twisted without breaking

  • "A flexible wire"
  • "A pliant young tree"
    synonym:
  • bendable
  • ,
  • pliable
  • ,
  • pliant
  • ,
  • waxy

4. Ικανό να κάμπτεται ή να κάμπτεται ή να στρίβεται χωρίς να σπάει

  • "Ένα εύκαμπτο σύρμα"
  • "Ένα πλούσιο νεαρό δέντρο"
    συνώνυμο:
  • κάμψησ
  • ,
  • εύπλαστοσ
  • ,
  • πλατύ
  • ,
  • κηρώδησ