Translation meaning & definition of the word "pleonasm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλεονασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pleonasm
[Πλεόνασμα]/pliənæzm/
noun
1. Using more words than necessary
- "A tiny little child"
- synonym:
- pleonasm
1. Χρησιμοποιώντας περισσότερες λέξεις από τις απαραίτητες
- "Ένα μικρό παιδί"
- συνώνυμο:
- πλεονασμόσ