Translation meaning & definition of the word "plenum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plenum
[Πληνό]/plɛnəm/
noun
1. A meeting of a legislative body at which all members are present
- "The plenum will vote on all tax increases"
- synonym:
- plenum
1. Συνεδρίαση νομοθετικού σώματος στο οποίο είναι παρόντα όλα τα μέλη
- "Η ολομέλεια θα ψηφίσει για όλες τις φορολογικές αυξήσεις"
- συνώνυμο:
- πληνο
2. An enclosed space in which the air pressure is higher than outside
- synonym:
- plenum
2. Ένας κλειστός χώρος στον οποίο η πίεση του αέρα είναι υψηλότερη από ό, τι έξω
- συνώνυμο:
- πληνο