Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pleasure" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευχαρίστηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pleasure

[Ευχαρίστηση]
/plɛʒər/

noun

1. A fundamental feeling that is hard to define but that people desire to experience

  • "He was tingling with pleasure"
    synonym:
  • pleasure
  • ,
  • pleasance

1. Ένα θεμελιώδες συναίσθημα που είναι δύσκολο να οριστεί, αλλά ότι οι άνθρωποι επιθυμούν να βιώσουν

  • "Μουρμούρισε με ευχαρίστηση"
    συνώνυμο:
  • απόλαυση
  • ,
  • ευχαρίστηση

2. Something or someone that provides a source of happiness

  • "A joy to behold"
  • "The pleasure of his company"
  • "The new car is a delight"
    synonym:
  • joy
  • ,
  • delight
  • ,
  • pleasure

2. Κάποιος ή κάτι που παρέχει πηγή ευτυχίας

  • "Μια χαρά να βλέπεις"
  • "Η ευχαρίστηση της εταιρείας του"
  • "Το νέο αυτοκίνητο είναι μια απόλαυση"
    συνώνυμο:
  • χαρά
  • ,
  • απόλαυση

3. A formal expression

  • "He serves at the pleasure of the president"
    synonym:
  • pleasure

3. Μια επίσημη έκφραση

  • "Υπηρετεί με ευχαρίστηση του προέδρου"
    συνώνυμο:
  • απόλαυση

4. An activity that affords enjoyment

  • "He puts duty before pleasure"
    synonym:
  • pleasure

4. Μια δραστηριότητα που προσφέρει απόλαυση

  • "Βάζει το καθήκον πριν από την ευχαρίστηση"
    συνώνυμο:
  • απόλαυση

5. Sexual gratification

  • "He took his pleasure of her"
    synonym:
  • pleasure

5. Σεξουαλική ικανοποίηση

  • "Πήρε την ευχαρίστησή της"
    συνώνυμο:
  • απόλαυση

Examples of using

It was a real pleasure to meet Tom.
Ήταν πραγματική χαρά να συναντήσω τον Τομ.
Ask such questions that other people would answer with pleasure.
Κάντε τέτοιες ερωτήσεις που άλλοι άνθρωποι θα απαντούσαν με ευχαρίστηση.
I try to keep business and pleasure separate.
Προσπαθώ να κρατήσω τις επιχειρήσεις και την ευχαρίστηση ξεχωριστά.