Translation meaning & definition of the word "pleasurable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραδεκτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pleasurable
[Ευχάριστοσ]/plɛʒərəbəl/
adjective
1. Affording satisfaction or pleasure
- "The company was enjoyable"
- "Found her praise gratifying"
- "Full of happiness and pleasurable excitement"
- "Good printing makes a book more pleasurable to read"
- synonym:
- enjoyable ,
- gratifying ,
- pleasurable
1. Προσφέροντας ικανοποίηση ή ευχαρίστηση
- "Η εταιρεία ήταν ευχάριστη"
- "Βρήκε τον έπαινο ικανοποιητικό"
- "Πλήρης ευτυχία και ευχάριστος ενθουσιασμός"
- "Η καλή εκτύπωση κάνει ένα βιβλίο πιο ευχάριστο στην ανάγνωση"
- συνώνυμο:
- ευχάριστος ,
- ικανοποιητικόσ ,
- ευχάριστοσ