Translation meaning & definition of the word "pleasing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευχαριστώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pleasing
[Ευχάριστος]/plizɪŋ/
noun
1. The act of one who pleases
- synonym:
- pleasing
1. Η πράξη εκείνου που ευχαριστεί
- συνώνυμο:
- ευχάριστος
adjective
1. Giving pleasure and satisfaction
- "A pleasing piece of news"
- "Pleasing in manner and appearance"
- synonym:
- pleasing
1. Δίνοντας ευχαρίστηση και ικανοποίηση
- "Ένα ευχάριστο κομμάτι των ειδήσεων"
- "Ευχαριστώ με τον τρόπο και την εμφάνιση"
- συνώνυμο:
- ευχάριστος