Translation meaning & definition of the word "pleading" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευχαριστώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pleading
[Παρακαλώ]/plidɪŋ/
noun
1. (law) a statement in legal and logical form stating something on behalf of a party to a legal proceeding
- synonym:
- pleading
1. (-δικαστική δήλωση σε νομική και λογική μορφή που δηλώνει κάτι εξ ονόματος ενός συμβαλλόμενου μέρους σε νομική διαδικασία
- συνώνυμο:
- παρακαλώ
adjective
1. Begging
- synonym:
- beseeching ,
- pleading ,
- imploring
1. Επαιτεία
- συνώνυμο:
- παρακαλώ ,
- εκλιπαρώ