Translation meaning & definition of the word "plea" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλευρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Plea
[Πλεονεκτήματα]/pli/
noun
1. A humble request for help from someone in authority
- synonym:
- supplication ,
- plea
1. Ένα ταπεινό αίτημα για βοήθεια από κάποιον που είναι εξουσιασμένος
- συνώνυμο:
- παράκληση ,
- πλάγια
2. (law) a defendant's answer by a factual matter (as distinguished from a demurrer)
- synonym:
- plea
2. (ναθ) η απάντηση του κατηγορουμένου από πραγματικό θέμα (ας διακρίνεται από ένα δευτερ)
- συνώνυμο:
- πλάγια
3. An answer indicating why a suit should be dismissed
- synonym:
- plea
3. Απάντηση που υποδεικνύει γιατί πρέπει να απορριφθεί η αγωγή
- συνώνυμο:
- πλάγια
Examples of using
God, hear my plea.
Θεέ μου, άκουσε την έκκλησή μου.