Translation meaning & definition of the word "playwright" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγγραφέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Playwright
[Θεατρικός συγγραφέας]/pleraɪt/
noun
1. Someone who writes plays
- synonym:
- dramatist ,
- playwright
1. Κάποιος που γράφει παίζει
- συνώνυμο:
- δραματουργός ,
- θεατρικός συγγραφέας