Translation meaning & definition of the word "playroom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αίθουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Playroom
[Παιδότοπος]/plerum/
noun
1. A recreation room for noisy activities (parties or children's play etc)
- synonym:
- rumpus room ,
- playroom ,
- game room
1. Μια αίθουσα αναψυχής για θορυβώδεις δραστηριότητες (πάρτι ή παιδικό παιχνίδι κλπ)
- συνώνυμο:
- δωμάτιο Ρουμπίνα ,
- παιδότοπος ,
- αίθουσα παιχνιδιών