Translation meaning & definition of the word "player" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παίκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Player
[Παίκτης]/pleər/
noun
1. A person who participates in or is skilled at some game
- synonym:
- player ,
- participant
1. Ένα άτομο που συμμετέχει ή είναι ειδικευμένο σε κάποιο παιχνίδι
- συνώνυμο:
- παίκτης ,
- συμμετέχων
2. Someone who plays a musical instrument (as a profession)
- synonym:
- musician ,
- instrumentalist ,
- player
2. Κάποιος που παίζει ένα μουσικό όργανο (ας ένα επάγγελμα)
- συνώνυμο:
- μουσικός ,
- οργανολόγοσ ,
- παίκτης
3. A theatrical performer
- synonym:
- actor ,
- histrion ,
- player ,
- thespian ,
- role player
3. Ένας θεατρικός ερμηνευτής
- συνώνυμο:
- ηθοποιός ,
- ιστρίου ,
- παίκτης ,
- θησπία ,
- παίκτης ρόλων
4. A person who pursues a number of different social and sexual partners simultaneously
- synonym:
- player
4. Ένα άτομο που ακολουθεί πολλούς διαφορετικούς κοινωνικούς και σεξουαλικούς συντρόφους ταυτόχρονα
- συνώνυμο:
- παίκτης
5. An important participant (as in a business deal)
- "He was a major player in setting up the corporation"
- synonym:
- player
5. Ένας σημαντικός συμμετέχων (ας σε μια επιχειρηματική συμφωνία)
- "Ήταν ένας σημαντικός παίκτης στη δημιουργία της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- παίκτης
Examples of using
Tom is the best basketball player I've ever seen.
Ο Τομ είναι ο καλύτερος μπασκετμπολίστας που έχω δει ποτέ.
Tom is an excellent tennis player.
Ο Τομ είναι ένας εξαιρετικός τενίστας.
Which kind of player are you?
Τι είδους παίκτης είσαι?