Translation meaning & definition of the word "playboy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Playboy
[Παίκτης]/plebɔɪ/
noun
1. A man devoted to the pursuit of pleasure
- synonym:
- playboy ,
- man-about-town ,
- Corinthian
1. Ένας άνθρωπος αφιερωμένος στην επιδίωξη της ευχαρίστησης
- συνώνυμο:
- παίκτησ ,
- ανθρωπογενής πόλη ,
- Κορινθιακός