Translation meaning & definition of the word "playback" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπαραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Playback
[Αναπαραγωγή]/plebæk/
noun
1. The act of reproducing recorded sound
- "He was allowed to hear the playback of his testimony"
- synonym:
- playback
1. Η πράξη της αναπαραγωγής του καταγεγραμμένου ήχου
- "Του επετράπη να ακούσει την αναπαραγωγή της μαρτυρίας του"
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή
2. Electronic equipment comprising the part of a tape recorder that reproduces the recorded material
- synonym:
- playback
2. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός που αποτελείται από το τμήμα ενός κασετόφωνου που αναπαράγει το καταγεγραμμένο υλικό
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή